- ἀναγωγέα
- ἀναγωγέᾱ , ἀναγωγεύςone that brings up from belowmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀναγωγέας — ἀναγωγέᾱς , ἀναγωγεύς one that brings up from below masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμασίες — Συστηματικές μέθοδοι ελέγχου, με τις οποίες εξετάζονται οι φυσικές και χημικές ιδιότητες των υλικών που προορίζονται για κατασκευές ή η απόδοση και η καταλληλότητα μηχανών, τμημάτων τους, εγκαταστάσεων κλπ. (στην τελευταία περίπτωση αποκαλούνται… … Dictionary of Greek